- ἀδευκής
- ἀδευκήςnot sweetmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ἀδευκῆ — ἀδευκής not sweet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδευκής not sweet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδευκής not sweet masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδευκεῖ — ἀδευκής not sweet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀδευκής not sweet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδευκέα — ἀδευκής not sweet neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀδευκής not sweet masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδευκές — ἀδευκής not sweet masc/fem voc sg ἀδευκής not sweet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδευκέας — ἀδευκής not sweet masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδευκέες — ἀδευκής not sweet masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδευκέος — ἀδευκής not sweet masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευκής — δευκής, ές (Α) γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ απόσπαση από το αδευκής*] … Dictionary of Greek
δεύκος — δεῡκος ( ους), το (Α) το γλεύκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. πλασμένη από τους Σχολιαστές (βλ. και λ. αδευκής), παράλληλος τ. τού δευκής] … Dictionary of Greek